μαργαριτογραμμένος

μαργαριτογραμμένος
μαργαριτογραμμένος, -η, -ον (Μ)
1. ζωγραφισμένος, σχεδιασμένος με μαργαριτάρια
2. πολυτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. ενός αμάρτυρου *μαργαριτογράφω (πρβλ. κοντυλο-γραμμένος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”